ἱππολεχής

ἱππολεχής
ἱππο-λεχής, ές,
A having given birth to a horse, Δηώ Orac. ap. Paus.8.42.6.

Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Look at other dictionaries:

  • ιππολεχής — ἱππολεχής, ές (Α) (για τη Δηώ) αυτή που γέννησε ίππο. [ΕΤΥΜΟΛ. < ἱππ(ο) * + λεχής (< λέχος), πρβλ. γη λεχής, πρωτο λεχής] …   Dictionary of Greek

  • ἱππολεχοῦς — ἱππολεχής having given birth to a horse masc/fem/neut gen sg (attic epic doric) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ιππ(ο)- — (ΑΜ ἱππ[ο]) α συνθετικό λέξεων που δηλώνει ότι το β συνθετικό αναφέρεται στον ίππο ή έχει σχέση με τον ίππο. Αξίζει να σημειωθεί ότι με ανάλογη σημασιολογική εξέλιξη το ἱππο χρησιμοποιήθηκε στην Αρχαία Ελληνική και ως μεγεθυντικό πρόθημα… …   Dictionary of Greek

  • λέχος — λέχος, τὸ (Α) 1. ανάκλιντρο, κλίνη, κρεβάτι («Ζεὺς δὲ πρὸς ὃν λέχος ἤι», Ομ. Ιλ.) 2. συζυγική κλίνη και, κατ επέκταση, ο γάμος (α. «λέχος δ ᾔσχυνε», Ομ. Οδ. β. «ἰὼ λέχος καὶ στίβοι φιλάνορες», Αισχύλ) 3. η σύζυγος («λέχος γαμήλιον», Αριστοφ.) 4.… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”